σοροπηγος

σοροπηγος
    σοροπηγός
    σορο-πηγός
    ὅ гробовщик Arph., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σοροπηγος" в других словарях:

  • σοροπηγός — coffin maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοροπηγός — ὁ, Α κατασκευαστής φερέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • σοροπηγοῖς — σοροπηγός coffin maker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοροπηγοί — σοροπηγός coffin maker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοροπηγούς — σοροπηγός coffin maker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοροπηγόν — σοροπηγός coffin maker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρματοπηγός — ἁρματοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)] …   Dictionary of Greek

  • σοροεργός — όν, Α σοροπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • σοροπήγιον — τὸ, Α [σοροπηγός] το εργαστήριο τού σοροπηγού …   Dictionary of Greek

  • σοροπηγώ — έω, Α [σοροπηγός] κατασκευάζω φέρετρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»